ἐπικριδόν

ἐπικριδόν
ἐπικριδόν
choosing out
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επικριδόν — ἐπικριδὸν (Α) επίρρ. κατ’ εκλογήν («ἐπικριδόν ἱρεύσαντο μῆλα» διάλεξαν πρόβατα και τά έσφαξαν, Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θ. κρι τού ρ. κρίνω (πρβλ. κέ κρι κα) + κατάλ. δον, που δηλώνει τρόπο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”